Σε μια εποχή όπου οι σχέσεις μοιάζουν να είναι πιο υγιείς και ισότιμες από ποτέ, γιατί παρακολουθούμε με μανία ιστορίες με απαρχαιωμένες αντιλήψεις για τα φύλα;
Έχουν περάσει 15 ολόκληρα χρόνια από τότε που εμφανίστηκε για πρώτη φορά το hashtag #MeToo (ναι, η συζήτηση αυτή κρατάει από το 2006) και πάνω από 40 χρόνια από τα καμμένα σουτιέν των φεμινιστριών στην Αμερική, ενώ βρισκόμαστε εν μέσω μιας καυτής συζήτησης για την πολιτική των φύλων, τα λεγόμενα gender politics. Celebrity μαμάδες δηλώνουν υπερήφανες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την απόφαση του παιδιού τους να του απευθύνονται χωρίς τη διάκριση “he”/”she” και η φοιτητοπαρέα του γιου μου σοκάρεται με τις σκηνές σεξ στο Blade Runner του 1982, καθώς “είναι πολύ υποβιβαστικές για τις γυναίκες”.
Αυτή, η επόμενη, γενιά έχει μεγαλώσει διαφορετικά. Κάτι αλλάζει, τα αγόρια με ροζ δεν τρώνε bullying στο σχολείο, τα κορίτσια γράφονται στο ποδόσφαιρο, το να σε κυνηγάει ένα αγόρι στο διάλειμμα για να σου τραβήξει την κοτσίδα δε σημαίνει ότι σε αγαπάει και οι γυναίκες βγαίνουν και μιλάνε ανοιχτά για τη σεξουαλική παρενόχληση χωρίς να φοβηθούν ότι θα κατηγορηθούν οι ίδιες. Γιατί, λοιπόν, εν μέσω πανδημίας η νούμερο ένα σειρά σε τηλεθέαση, κυρίως ανάμεσα στις γυναίκες, ήταν μια “αρρωστημένη” ιστορία αγάπης που πήγε το θέμα των σχέσεων πίσω στα παλιά του λημέρια του δίπολου “πόνος-πόθος”, ενώ πιστεύαμε ότι αυτά είχαν ξεπεραστεί προ πολλού;
Ωραία ρούχα, κακό παράδειγμα
Το Bridgerton πολλοί εμίσησαν, λίγοι όμως το απαρνήθηκαν. Η σειρά του Netflix που διαδραματίζεται στις αρχές του 1800 εστιάζει στο καυτό θέμα του γάμου ανάμεσα στους γόνους των καλών οικογενειών της Αγγλίας, με ολίγη από Gossip Girl, πολλά ρούχα, πολλά πάρτι και ακόμη περισσότερη μουσική. Η σχέση, που είναι το κυρίως θέμα του πρώτου βιβλίου της ομώνυμης σειράς της Julia Quinn που μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη από τη βασίλισσα της μετασαπουνόπερας Shonda Rhimes, αναπτύσσεται ανάμεσα στην Daphne και στον Simon, ένα νέο κορίτσι που θέλει όσο τίποτα οικογένεια και παιδιά κι έναν γοητευτικό δούκα που έχει ορκιστεί ότι δεν πρόκειται ποτέ να επιτρέψει να του συμβεί κανένα από τα δύο.
Μια σχέση καταδικασμένη από την αρχή, λοιπόν, αφού οι δύο ρόλοι θέλουν τόσο ξεκάθαρα διαφορετικά πράγματα, που περνάει από χίλια κύματα για να τα καταφέρει – μεταξύ μας, κρατάμε πολλές επιφυλάξεις για το αν πέτυχε. Σήμερα το θέμα δεν προχωρά καν σε δεύτερο ραντεβού όταν είναι τόσο ξεκάθαρα αντιφατικές οι επιλογές ζωής ανάμεσα σε δύο άτομα. Εάν η Daphne συναντούσε τον Simon μέσα σε κάποιο dating app, αφού διάβαζε το status ή το προφίλ του, θα έκανε απλά swipe για να πάει στο επόμενο πιθανό φλερτ. Γιατί, λοιπόν, καθηλωθήκαμε στη σειρά απορροφημένοι από το δράμα της σχέσης χάνοντας τον ύπνο μας για άλλο ένα (κι άλλο ένα) επεισόδιο;
Μια φορά κι έναν καιρό
Το “σύνδρομο της Σταχτοπούτας” (Cinderella complex) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως όρος το 1981 από τη συγγραφέα Colette Dowling προκειμένου να περιγράψει την υποσυνείδητη επιθυμία των γυναικών να τις φροντίζουν θυσιάζοντας με αυτό τον τρόπο την ανεξαρτησία τους. Η όμορφη ευγενική ευαίσθητη ηρωίδα του παραμυθιού βασανίζεται από τις γυναίκες του περιβάλλοντός της και, ανίκανη να αλλάξει τις συνθήκες ζωής της, περιμένει κάποιον εξωγενή παράγοντα να τη σώσει – αρσενικού φύλου, κατά προτίμηση. Η φεμινίστρια Dowling εστίασε στο σύνδρομο προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα: “Γιατί οι γυναίκες επιλέγουν να παραμείνουν σε δυσλειτουργικές σχέσεις αναθέτοντας την ευθύνη της ύπαρξής τους σε κάποιον που δεν τους κάνει καν καλό;”.
Κοιτάζοντας λίγο καλύτερα τις ισορροπίες στη δημοφιλή σειρά, συνειδητοποιεί κανείς ότι η Σταχτοπούτα εδώ έχει το πρόσωπο του Simon, ο οποίος δίνει σάρκα και οστά σε ένα ολοφάνερο male Cinderella complex. Η καλή του έρχεται σαν οσία, μια εξιδανικευμένη γυναίκα που με την αγάπη της θα τον σώσει από τη μιζέρια και τη δραματικά κακή παιδική του ηλικία. Πόσο μεγάλη δύναμη έχει δηλαδή αυτή η αγάπη που μπορεί να φτιάξει ό,τι είναι χαλασμένο στη ζωή κάποιου; Και πόσο ξεπερασμένη είναι η άποψη ότι η αγάπη σώζει και ο αγαπημένος είναι ένας σωτήρας που έρχεται να σε φροντίσει διορθώνοντας όσα πήγαιναν μέχρι τώρα στραβά στη ζωή σου παρά σύντροφος ισότιμος και ισάξιος;
Το Ίντερνετ αντέδρασε στη σειρά και πολλοί ειδικοί χαρακτήρισαν τη σχέση των δύο πρωταγωνιστών κλασική περίπτωση “intermittent reinforcement”: Σε αυτή τη σχέση όσο πιο ξεκάθαρο γίνεται ανάμεσα στο ζευγάρι ότι επιθυμούν τελείως διαφορετικά πράγματα, τόσο περισσότερο δυναμώνουν τα συναισθήματα του ενός για τον άλλο.
Και στην περίπτωση του εν λόγω ζευγαριού, όσο εκείνος φέρεται όλο και περισσότερο σαν κλασικό κάθαρμα, που από τη μία παρασέρνει την Daphne σε πρωτοφανή για εκείνη πάθη που τη βάζουν σε κίνδυνο να εκτεθεί ανεπανόρθωτα και από την άλλη την αγνοεί έχοντας ως προτεραιότητα σχεδόν πάντα τις δικές του ανάγκες, λέγοντάς της ψέματα και χρησιμοποιώντας την, τόσο εκείνη γίνεται όλο και πιο σίγουρη για την απόφασή της να τον σώσει – από τον ίδιο του τον εαυτό τελικά και για να καλύψει στο τέλος τις δικές της ανάγκες. Στον κανονικό κόσμο μια σχέση που θα ξεκινούσε με αυτό το DNA είναι σχεδόν απίθανο να πετύχαινε.
Ακόμη και αν πέρασε το ζευγάρι στο στάδιο “έζησαν αυτοί καλά”, αφού η σειρά κλείνει με μια σκηνή που δείχνει ότι η λύτρωση επήλθε, ο “Σταχτοπούτος” απαλλάχθηκε από τα μάγια και η δυνατή γυναίκα που τον έσωσε ισχυροποίησε τη θέση της κοινωνικά και συναισθηματικά, τώρα πια εμείς ξέρουμε καλύτερα. Μιλάμε για κλασική περίπτωση τοξικής σχέσης, με την αδρεναλίνη να ανεβοκατεβαίνει, το ενδιαφέρον από απόλυτο να γίνεται μηδενικό, τόσο που να προκαλεί εξάρτηση, αφού ποτέ δεν ξέρεις την επόμενη φορά που θα συναντήσεις τον άλλο αν θα εισπράξεις την απόλυτη λατρεία ή την πλήρη αδιαφορία. Και αυτή η εξάρτηση είναι που προκαλεί, πέρα από το σασπένς, και την έντονη ερωτική έλξη.
Οι περισσότερες από μας μεγαλώσαμε με τέτοιες ιστορίες, είτε στη μεγάλη οθόνη είτε στο προσωπικό μας αφήγημα. “Βαράτε με κι ας κλαίω”, “μαζόχα”, “θύμα”, λέξεις και εκφράσεις που ανήκουν στο εφηβικό λεξιλόγιο όλων μας. “Πονάει η αγάπη, μάτια μου, πονάει”, σύμφωνα με τον Στέλιο Ρόκκο – εν έτει 1996. Όσο πιο πολλά εμπόδια είχε μια σχέση, τόσο λαχταρούσαμε για ένα happy end. Όσο δυσκόλευαν οι πίστες, τόσο εξυψώναμε την αγάπη σε κάτι ιερό και ανώτερο, παρά απτό και καθημερινό. Όσες τα είχαν ποτέ με φαντάρο ή φοιτητή σε άλλη πόλη με ένιωσαν μόλις. Σε μια αλά Carrie Bradshaw αναρώτηση, λοιπόν: “Αν τελικά η οθόνη αντιγράφει τη ζωή αντικατοπτρίζοντας τις επιθυμίες της κοινωνίας, τι λέει η επιτυχία του Bridgerton για μας και την εξέλιξή μας στον τρόπο που βιώνουμε τις σχέσεις;”.
Τρία βήματα μπρος, ένα πίσω
Ένα σενάριο γύρω από τον λόγο που κολλήσαμε στη σειρά αγαπώντας να τη μισούμε ή τούμπαλιν μπορεί να έχει να κάνει με την καραντίνα και την επιστροφή μας σε συνθήκες όπου το κύριο μέλημά μας ήταν να φτιάξουμε ένα κουκούλι προστασίας από ό,τι κακό κυκλοφορεί εκεί έξω. Σε αυτό το κουκούλι καθετί που θυμίζει αφέλεια, παιδικότητα και ανωριμότητα μεταφράζεται αυτόματα σε ελαφράδα, φυγή από το “βαρύ” σήμερα. Το άλλο σενάριο, αυτό που με προβληματίζει πραγματικά, είναι μήπως τελικά οι μεγάλες πρόοδοι έρχονται μαζί με τεράστια πισωγυρίσματα; Μήπως για κάθε Charlize Theron, Angelina Jolie και Busy Philipps, που αναφέρεται στο παιδί της ως “they”, υπάρχει μέσα μας κι ένα κομμάτι που κρατιέται από την ασφάλεια ενός παρελθόντος και των στερεοτύπων του. Όπως οι μεγάλες εξελίξεις στην πολιτική και στα θέματα της ισότητας μεταξύ των φύλων και των φυλών έρχονται μαζί με ακραίες εκδηλώσεις συντηρητισμού. Μόνο που δεν ξέρω ειλικρινά αν το συλλογικό μας ασυνείδητο μπορεί να αντέξει μια αντίστοιχη εισβολή στο Καπιτώλιο…
Πηγή: Madame Figaro