Θρηνεί σήμερα η Ελλάδα για τον άνθρωπο που συνδέθηκε με τις σημαντικότερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της.
Ο αστείρευτος μουσικοσυνθέτης και ακατάβλητος αγωνιστής, δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Ο Μίκης Θεοδωράκης “έφυγε” σε ηλικία 96 ετών για τη συνοικία των αγγέλων αφήνοντας πίσω του ανεκτίμητη παρακαταθήκη.
Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει όλων των ειδών μουσικής, από όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, ορατόρια, μπαλέτα και χορωδιακή εκκλησιαστική, έως μουσική για αρχαίο δράμα, θέατρο, κινηματογράφο, έντεχνο λαϊκό τραγούδι και μετασυμφωνικά έργα.
Η μελοποίηση ποιημάτων έχει θεωρηθεί ως ο “κεντρικός πυλώνας της δημιουργικότητάς του”, όπως έχει πει η ερμηνεύτρια Νένα Βενετσάνου. Εκεί οι ποιητές παρελαύνουν: Άγγελος Σικελιανός, Ανδρέας Κάλβος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος, Μανόλης Αναγνωστάκης, αλλά και Πάμπλο Νερούδα, Λόρκα, Μπέρναρντ Μπίαμ.
Οι στίχοι τους γίνονται έτσι προσιτοί στο ευρύ κοινό, πλαισιώνοντας λαϊκά τραγούδια που θέτουν θεμελιώδεις αξίες και σταθερές στη σύγχρονη ελληνική μουσική δημιουργία. Ο ίδιος εξάλλου, όταν ήταν κρατούμενος στις φυλακές Ωρωπού, έγραφε: “Εν αρχή ήν ο λόγος….η μεγαλύτερή μου φιλοδοξία είναι να υπηρετήσω πιστά τη νεοελληνική κυρίως ποίηση. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακούγοντας ένα τραγούδι, να μη μπορείς να φανταστείς τη μουσική σε άλλο κείμενο, ούτε όμως και το ποίημα με διαφορετική μουσική”. Ο Μίκης Θεοδωράκης ουσιαστικά δημιούργησε το κίνημα της Μελοποιημένης Ποίησης, συμβάλλοντας στην ανάδυση μιας πλειάδας ποιητών και στην αναβάθμιση του τραγουδιού. Συγχρόνως, βοήθησε μια ολόκληρη γενιά να αποκτήσει τον δικό της λόγο.
Η φήμη του ξεπέρασε από νωρίς τα σύνορα της χώρας. Συνέθεσε τον πιο αναγνωρίσιμο, ίσως, ελληνικό ρυθμό διεθνώς, το συρτάκι από την ταινία “Αλέξης Ζορμπάς” (1964), ενώ τραγούδια του ερμηνεύτηκαν από διάσημους καλλιτέχνες, όπως οι Beatles, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ και η Εντίθ Πιάφ. Επένδυσε μουσικά γνωστές ταινίες, όπως το “Ζ” (1969), που τιμήθηκε με το βραβείο BAFTA πρωτότυπης μουσικής, η “Φαίδρα” (1962), με τραγούδια σε στίχους Νίκου Γκάτσου και “Σέρπικο” (1973), για τη μουσική της οποίας ήταν υποψήφιος για Grammy το 1975 (το ίδιο βραβείο διεκδίκησε και για τη μουσική του “Αλέξη Ζορμπά” το 1966).
Παράλληλα, από πολύ νέος ανέπτυξε πλούσια αντιστασιακή και πολιτική δράση, ενώ με ποικίλες παρεμβάσεις, βιβλία και συνεντεύξεις παρέμεινε ενεργός ως το τέλος της ζωής του.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, γι` αυτό πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, από τη Μυτιλήνη, τη Σύρο και την Αθήνα έως τα Ιωάννινα, το Αργοστόλι, την Πάτρα, τον Πύργο και την Τρίπολη. Τα πρώτα του μουσικά ακούσματα ήταν οι ψαλμωδίες της ορθόδοξης εκκλησίας, στις οποίες έπαιρνε μέρος σαν ψάλτης.
Τη διετία 1937-1939 πήρε τα πρώτα μαθήματα βιολιού στο Ωδείο Πατρών και δημιούργησε τα πρώτα του τραγούδια, συνθέσεις οι οποίες βασίστηκαν σε στίχους των Σολωμού, Παλαμά, Δροσίνη και Βαλαωρίτη, τους οποίους έβρισκε άλλοτε στα σχολικά βιβλία και άλλοτε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του. Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του “Κασσιανή” και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται.
Διαφεύγει στην Αθήνα, όπου το 1943 ξεκινάει μουσικές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών και γνωρίζεται με την έντεχνη ευρωπαϊκή μουσική. Ως εκείνη την εποχή, έχει επηρεαστεί από τη βυζαντινή μουσική, έχει σχηματίσει χορωδία και έχει συνθέσει τραγούδια και κομμάτια για βιολί και πιάνο.
Το “Άξιον εστί” θα γίνει το πρώτο μεγάλο έργο του με χορωδία, το οποίο ο συνθέτης ονομάζει “λαϊκό ορατόριο – μετασυμφωνικό”, χαρακτηρισμός που δηλώνει “όχι τόσο την χρονική απόσταση όσο την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στη δυτική και την νεοελληνική μουσική τέχνη”. Έμπνευσή του είναι η ποίηση του Ελύτη, αλλά και το δημοτικό τραγούδι, ενώ πολλά είναι τα νεωτεριστικά στοιχεία που πλαισιώνουν το έργο, όπως η ταυτόχρονη παρουσία αφενός του αφηγητή-ψάλτη και του λαϊκού τραγουδιστή και αφετέρου της κλασικής και της λαϊκής ορχήστρας.
Το 1963 ιδρύει μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι τη Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ` όλη την Ελλάδα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής. Στο μεταξύ, συνεχίζει την πολιτική του δράση.
Βραβεία και διακρίσεις
Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις, όπως το βραβείο ειρήνης “Λένιν” της Σοβιετικής Ένωσης (1983), το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος (1995) καθώς και το παράσημο του αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής, ανώτατη διάκριση της Γαλλικής Δημοκρατίας (Μάρτιος 1996). Στις 27 Μαΐου 1996 το Πανεπιστήμιο Αθηνών τον αναγόρευσε “ομοθύμως” επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Μουσικών Σπουδών και τον Μάρτιο του 2000 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Τον Ιούλιο του 2002 τιμήθηκε με το γερμανικό μουσικό βραβείο “Έριχ Κόρνγκολντ” και τον Μάιο του 2005 με το διεθνές βραβείο μουσικής για το 2005 από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσικής και την UNESCO. Επίσης, τον Μάρτιο του 2007 τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλικής Δημοκρατίας, ενώ τον Μάιο του 2013 η Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών τον εξέλεξε επίτιμο μέλος της και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους έγινε η επίσημη τελετή υποδοχής του.
Πηγή: ΚΥΠΕ
Φωτογραφίες: EPA