Με αφορμή την ορκωμοσία του νέου Προέδρου των ΗΠΑ, που θα πραγματοποιηθεί σήμερα, ανατρέχουμε στο βιβλίο, αυτοβιογραφία της Michelle Obama Becoming, στο οποίο περιγράφει μεταξύ άλλων, τις εμπειρίες και τις περιπέτειες του πιο δημοφιλούς προεδρικού ζεύγους στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Της Μαριάννας Καραβαλή
Όταν ήταν μικρή, ήθελε έναν σκύλο, ένα σπίτι με εσωτερική σκάλα, ένα τετράπορτο οικογενειακό αυτοκίνητο και να γίνει παιδίατρος. Κατέληξε να ζει στον Λευκό Οίκο, με τα 132 δωμάτια και να μετακινείται με θωρακισμένα οχήματα και άνδρες των Μυστικών Υπηρεσιών. Η ιστορία της Michelle Obama δεν είναι αυτή μιας μοντέρνας Σταχτοπούτας. Είναι η ιστορία μιας γυναίκας από μια καθόλου προνομιούχα οικογένεια, η οποία με όπλα την αποφασιστικότητά της και την πίστη της στη δύναμη της μόρφωσης και της σκληρής δουλειάς κατάφερε να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της Πρώτης Κυρίας. “Είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, που βρέθηκα σε ένα ασυνήθιστο ταξίδι. Με το να μοιράζομαι την ιστορία μου, ελπίζω να βοηθήσω να δημιουργηθεί χώρος για άλλες ιστορίες και άλλες φωνές, να πλατύνει ο δρόμος για να περάσουν κι άλλοι και για άλλους λόγους” γράφει στις τελευταίες σελίδες της αυτοβιογραφίας της με τίτλο Becoming.
Η Michelle Obama χωρίζει το βιβλίο της σε τρία μέρη: To πρώτο, Becoming Me, είναι η αρχή της. Μιλάει για την παιδική της ηλικία- είχε κοτσιδάκια στα μαλλιά, έπαιζε με Μπάρμπι και πάντα έπαιρνε άριστα στο σχολείο. “Ο πατέρας μου με έμαθε να δουλεύω σκληρά, να γελάω συχνά και να κρατάω τον λόγο μου. Η μητέρα μου μού έδειξε πώς να σκέφτομαι μόνη μου και πώς να λέω την άποψή μου”. Μετά το σχολείο έγινε δεκτή στο «υπερβολικά λευκό και ανδροκρατούμενο» Princeton και στη συνέχεια πήρε πτυχίο νομικής από το Harvard, αποδίδοντας την επιτυχία της στο γεγονός ότι ήταν «πάντα προσηλωμένη στους στόχους μου». Παραδέχεται, όμως, ότι “έτσι είναι η ζωή ενός κοριτσιού που δεν μπορεί να σταματήσει να αναρωτιέται “είμαι όσο καλή χρειάζεται;” και εξακολουθεί να θέλει να αποδείξει στον εαυτό της την απάντηση”.
Διάβασε ακόμη – Jill Biden: Ποιά είναι η νέα Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ
Η γνωριμία με τον σπασίκλα και η πρόταση γάμου με… νεύρα
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, Becoming Us, είναι μια απολαυστική, γεμάτη χιούμορ αφήγηση της περιόδου της πρώιμης επαγγελματικής της ζωής. Σε αυτό το κεφάλαιο μαθαίνουμε πώς όντας συνεργάτης σε ένα κορυφαίο δικηγορικό γραφείο του Σικάγου ανέλαβε τον ρόλο του μέντορα ενός νεαρού ασκούμενου δικηγόρου, «ένα εξωτικό σπασικλάκι από τη Χαβάη με φήμη παιδιού-θαύματος». “Όταν επέτρεψα στον εαυτό μου να νιώσει οτιδήποτε για τον Barack, τα συναισθήματα με κατέκλυσαν – μια έκρηξη πόθου, ευγνωμοσύνης, ενός αισθήματος πλήρωσης και θαυμασμού”. Χρειάστηκαν πολλοί μήνες μέχρι να τον ερωτευτεί. Έδωσαν το πρώτο τους φιλί, ενώ κάθονταν στο πεζοδρόμιο τρώγοντας παγωτό έξω από το σπίτι του. “Από τη στιγμή που αφέθηκα να νιώσω κάτι για τον Barack τα συναισθήματα ήρθαν σαν θύελλα – σαν ανατρεπτική έκρηξη ηδονής, ευγνωμοσύνης, ολοκλήρωσης, θαυμασμού” γράφει σε ένα σημείο και σε ένα άλλο: “Μου φαινόταν σαν μονόκερος των παραμυθιών – τόσο ασυνήθιστος, που να αναρωτιέσαι αν είναι πραγματικός”.
Ιδιαίτερα απολαυστικό είναι το απόσπασμα, όπου περιγράφει την πρόταση γάμου. “Τη μέρα που τελείωσε τις εξετάσεις -31 Ιουλίου 1991- κλείσαμε τραπέζι στο Gordon, ένα από τα αγαπημένα μας εστιατόρια, με διακόσμηση art déco και μενού με χαβιάρι και κεφτέδες αγκινάρας. Πήραμε τα μαρτίνι μας, τα ορεκτικά μας, διαλέξαμε ένα καλό κρασί για το κυρίως πιάτο. Ήταν κατακαλόκαιρο και ήμασταν ευτυχισμένοι. Συζητούσαμε χαλαρά, λέγαμε και καμιά σαχλαμάρα πού και πού. Προς το τέλος του δείπνου, ο Barack ξανάνοιξε το θέμα του γάμου. Έπιασε το χέρι μου και μου είπε ότι μολονότι με αγαπούσε με όλο του το είναι, εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει ποιο ήταν το νόημα. Ξαφνικά ένιωσα το αίμα να καίει τα μάγουλά μου. Είμαστε σοβαροί; Θα πιάσουμε πάλι αυτήν την κουβέντα; Είχαμε ήδη κάνει πολλές φορές αυτήν τη συζήτηση και κάθε φορά δεν άλλαζε τίποτε. Εγώ ήμουν παραδοσιακή και υπέρ του γάμου, εκείνος όχι. Σε κάποια φάση, ο σερβιτόρος έφερε τα γλυκά. Ήμουν τόσο ενοχλημένη που αρχικά δεν ήθελα καν να δω το γλυκό, αλλά όταν κατέβασα το βλέμμα, αντί για κέικ σοκολάτας υπήρχε ένα μαύρο, βελούδινο κουτί με ένα διαμαντένιο μονόπετρο. Ο Barack με κοίταξε πειραχτικά. Ήταν όλα σχεδιασμένα. Γονάτισε και με ρώτησε αν θα ήθελα να του κάνω την τιμή να τον παντρευτώ. Μόλις είπα ναι, όλοι στο εστιατόριο ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. “Τώρα”, είπε απαλά, “ελπίζω να το βουλώσεις με το θέμα του γάμου”.
Ο γάμος και ο σύμβουλος γάμου
Στη συνέχεια περιγράφει τη μάχη που έδωσε με τον εαυτό της να διατηρήσει την ταυτότητά της, ούσα σύζυγος ενός ικανού, φιλόδοξου, πανέξυπνου μαύρου άνδρα. “Ακούγεται σαν κακόγουστο αστείο. Ένας άνδρας που αγαπάει τη μοναξιά παντρεύεται μια κοινωνική γυναίκα που δεν αγαπάει καθόλου τη μοναξιά. Η απάντηση σε σχεδόν κάθε ερώτημα που προκύπτει μέσα σε έναν γάμο, ανεξάρτητα από το ποιος είσαι ή ποιο είναι το θέμα, είναι πως πάντα βρίσκεις τρόπους να προσαρμοστείς. Εάν έχεις δεσμευτεί στο για πάντα, δεν υπάρχει πραγματικά καμία επιλογή”. Με το χέρι στην καρδιά, αποκαλύπτει πως ο γάμος της δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. “Με τον γάμο και την απόκτηση παιδιών, όλο το πλάνο ζωής διαφοροποιείται. Ειδικά, αν παντρευτείτε κάποιον που έχει μια καριέρα που καταπίνει τα πάντα – γιατί αυτή είναι η πολιτική” γράφει και αποκαλύπτει ότι αυτός που έσωσε τον γάμο τους ήταν ο σύμβουλος γάμου. «Η συμβουλευτική γάμου ήταν για μένα η εξερεύνηση της ευτυχίας μου. Αυτό που έμαθα για τον εαυτό μου ήταν ότι η ευτυχία μου ήταν πάνω από εμένα…”.
Flotus
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου της, Becoming More, περιγράφει τη ζωή της στο πολιτικό προσκήνιο και παραδέχεται ανοικτά για πρώτη φορά, ότι δεν ήθελε ο σύζυγός της να κατεβεί υποψήφιος Πρόεδρος. «Τελικά είπα ναι επειδή πίστευα ότι ο Barack θα μπορούσε να γίνει ένας εξαίρετος Πρόεδρος… Είπα Ναι επειδή τον αγαπούσα και είχα πίστη σ’ αυτό που μπορούσε να καταφέρει». Στη συνέχεια αναφέρεται στις προκλήσεις του ρόλου της ως πρώτης Αφροαμερικανής Πρώτης Κυρίας. «Δεν υπάρχει εγχειρίδιο για τις νέες Πρώτες Κυρίες» συνειδητοποίησε μόλις μετακόμισε στο Λευκό Οίκο, όπως επίσης συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν απλά η επόμενη Πρώτη Κυρία. “Ήμουν “αλλιώτικη” εξ’ ορισμού. Αν δινόταν κάποια περίοδος χάριτος στις λευκές προκατόχους μου, εγώ ήξερα ότι μάλλον δεν θα τύχαινα της ίδιας αντιμετώπισης. Ήξερα ότι έπρεπε να είμαι καλύτερη, γρηγορότερη, πιο έξυπνη και πιο δυνατή από ποτέ”. Ευτυχώς, γράφει, η Laura Bush ήταν συμπονετική και μετά την υποδοχή στον Λευκό Οίκο τής έκανε μια λεπτομερή ξενάγηση, ενώ και άλλες πρώην Πρώτες Κυρίες τη βοήθησαν τον πρώτο καιρό.
“Όλα αυτά ήταν ενθαρρυντικά, ήδη περίμενα με ανυπομονησία να έλθει η μέρα που θα μπορούσα κι εγώ να μεταδώσω στην επόμενη Πρώτη Κυρία ό,τι σοφία είχα μαζέψει”. Μόνο που η Melania Trump δεν ζήτησε τη βοήθειά της. “H κυρία Trump είναι μια ισχυρή και ανεξάρτητη γυναίκα που διαλέγει μόνη της τον ρόλο της ως Πρώτης Κυρίας” γράφει με διπλωματικό τρόπο η άριστη απόφοιτος της νομικής.
Σύντομα, όμως, συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον ρόλο της για να μεταδώσει τις ιδέες της. “Είχα επιρροή με την έννοια ότι ήμουν κάτι αξιοπερίεργο – μια μαύρη Πρώτη Κυρία. Ο κόσμος ασχολούνταν με τα ρούχα μου και τις κομμώσεις μου, αλλά έπρεπε να ξεκινήσουν να με βλέπουν και για το ποια ήμουν. Έμαθα πώς να συνδέω το μήνυμά μου με την εικόνα μου και κατ’ αυτόν τον τρόπο να κατευθύνω το αμερικανικό βλέμμα. Έμαθα πώς να φοράω ένα εντυπωσιακό φόρεμα, να πετάω ένα αστείο και να σχολιάζω το ποσοστό νατρίου στα γεύματα των παιδιών, χωρίς να γίνομαι εντελώς βαρετή. Μπορούσα να επικροτήσω δημοσίως μια εταιρεία που προσλάμβανε απόστρατους ή να πέσω στο πάτωμα και να κάνω κάμψεις με την Ellen DeGeneres στο όνομα της καμπάνιας Let’s Move”.
Μόδα
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα σημεία όπου μιλάει για τη μόδα, για τα ρούχα, τις στυλιστικές της επιλογές, αλλά και το… παράπονό της που ο σύζυγός της “έβγαλε όλη τη θητεία με ένα μπλε κοστούμι, το οποίο ξεκρέμαγε από την ντουλάπα και φορούσε δίχως να νοιάζεται για το χτένισμα ή το παπούτσι του, ενώ εγώ έπρεπε να ασχολούμαι ώρες με το ποιο θα είναι το φόρεμα, ποιο το τσιμπιδάκι, ποια τα κοσμήματα, λες και τα ρούχα μου είχαν περισσότερη σημασία από όσα είχα να πω”. Και θυμήθηκε ένα περιστατικό, όπου αφότου τελείωσε την ομιλία της σε ένα σχολείο θηλέων στο Λονδίνο, κατέβηκε από τη σκηνή με δάκρυα στα μάτια από τη συγκίνηση και η πρώτη ερώτηση των δημοσιογράφων ήταν για το όνομα του σχεδιαστή που έφτιαξε το φόρεμά της. “Αυτό το πράγμα με κατέστρεψε. Αλλά το αξιοποίησα ως μια ευκαιρία να μάθω να χρησιμοποιώ τη δύναμη που μπορούσα να βρω μέσα μου, σε μια δύσκολη κατάσταση που βρέθηκα χωρίς εγώ να το έχω επιλέξει. Αν, για παράδειγμα, ο κόσμος ξεφύλλιζε τα περιοδικά για να δει τα ρούχα που φορούσα, ήλπιζα πως την ίδια στιγμή θα έβλεπαν επίσης και τη σύζυγο του πεθαμένου στρατιωτικού που στεκόταν δίπλα μου, ή να διαβάσουν τα όσα είχα πει σε μια ομιλία μου για την υγεία των παιδιών”.
Στη συνέχεια αποκαλύπτει πώς μαζί με την προσωπική βοηθό και στυλίστριά της, μια πωλήτρια από το Σικάγο που έπεισε να έρθει μαζί της στην Ουάσιγκτον, σχεδίαζαν κάθε δημόσια εμφάνισή της. “Κάθε λίγες μέρες η Μeredith μου έφερνε πολλά ρούχα και περνούσαμε ώρες δοκιμάζοντάς τα, κάνοντας συνδυασμούς και επιλέγοντας τα outfits για την κάθε εκδήλωση. Η γραμμή ήταν πως έπρεπε να ξεχωρίζω με το στυλ μου, αλλά να μην επισκιάζω. Να ταιριάζω, αλλά να μην χάνομαι. Ήξερα ότι θα δεχόμουν κριτική αν ήμουν επιδεικτική ή πολύ high-end, το ίδιο αν ήμουν πολύ casual. Έτσι έκανα mix ‘n’ match”.
Διάβασε ακόμη – Kamala Harris: Η πρώτη γυναίκα Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ
“Φορούσα μια φούστα Michael Kors με ένα μπλουζάκι Gap. Φορούσα κάτι από το Target τη μια μέρα και την άλλη Diane von Furstenberg. Όμως ήθελα πάντα να δίνω σημασία στους Αμερικανούς σχεδιαστές που δεν ήταν τόσο αναγνωρισμένοι, κάτι που εκνεύριζε την παλιά φρουρά, όπως τον Oscar de la Renta, που είχε εκφράσει πολλές φορές δυσφορία που δεν φορούσα ρούχα του”. Αποκαλύπτει, επίσης, ότι πλήρωνε η ίδια τα ρούχα και τα αξεσουάρ της «εκτός από ορισμένα haute couture, που μου χάριζαν οι σχεδιαστές και τα οποία στη συνέχεια γίνονταν δωρεά στα Εθνικά Αρχεία, ως είθισται για τις Πρώτες Κυρίες”.
Περισσότερα στην πιο κάτω gallery:
Φωτογραφίες: EPA