Η απάντηση στο ερώτημα εάν η μόδα είναι τέχνη, δίνεται κάθε φόρα μέσα από τις παραμυθένιες δημιουργίες όσων έχουν το προνόμιο να ονομάζονται Haute Couture σχεδιαστές. Μια ετικέτα που κρύβει πολλά πίσω της…
Της Άντριας Τόλλα
“Υψηλή ραπτική είναι το όνειρο της μόδας, είναι ένα μέρος όπου δεν υπάρχουν όρια, εκεί που μπορείς να πειραματιστείς με κάθε είδους τεχνική και ύφασμα” είχε δηλώσει κάποτε η νυν καλλιτεχνική διευθύντρια του οίκου Dior, Maria Grazia Chiuri. H υψηλή ραπτική είναι το δίχως άλλο η μεγαλύτερη πρόκληση για έναν σχεδιαστή, την όποια όμως καλώς ή κακώς λίγοι μπορούν να αποδεχτούν. Όχι γιατί δεν θέλουν άλλα γιατί είναι εξαιρετικά δύσκολο να μπει κανείς στην λίστα των grand couturiers.
Once upon a time
Ο όρος Haute Couture χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φόρα το 1908 ωστόσο η ιστορία της υψηλής ραπτικής ξεκινάει πολύ νωρίτερα στην πόλη όπου κτυπά η καρδιά της μόδας, στο Παρίσι. Η Haute Couture γεννήθηκε λοιπόν στην πόλη του φωτός το 1858 από έναν Άγγλο, τον Charles Frederick Worth ο όποιος ίδρυσε τον πρώτο οίκο Υψηλής Ραπτικής. O Worth ειδικευόταν στη δημιουργία πολυτελών ρούχων για την αριστοκρατική τάξη. Η ενδυμασία τον 19ον αιώνα ήταν σύμβολο εξαίσιας και ως εκ τούτου οι εύπορες κυρίες πάντα ήθελαν να αναδεικνύουν τον πλούτο τους με τα ακριβά φορέματα τους.
Σήμερα ο όρος Haute Couture, περιλαμβάνει τις δημιουργίες που φτιάχνονται sur-mesure, κατά παραγγελία από εξαιρετικά καλής ποιότητας υφάσματα. Ελάχιστοι οίκοι όμως έχουν το προνόμιο να ονομάζονται Haute Couture Maison, γι᾽ αυτό και αρκετοί σχεδιαστές χρησιμοποιούν τον όρο Couture και όχι Haute Couture όταν αναφέρονται σε ρούχα τα οποία σχεδιάζουν κατά παραγγελία.
Οι προνομιούχοι οίκοι
Το να λάβει ένας οίκος νομικά την ετικέτα του Haute Couture Maison δεν είναι καθόλου εύκολο. Αρχικά πρέπει πρώτα να εγκριθεί από το Γαλλικό Υπουργείο Βιομηχανίας και έπειτα από το Fédération Française de la Haute Couture, το όποιο έχει θεσπίσει κάποιους κανόνες με απώτερο στόχο να προστατεύσει την υψηλή ραπτική. Για να θεωρείται λοιπόν υψηλής ραπτικής, ο οίκος θα πρέπει να φτιάχνει ρούχα κατά παραγγελία, να διατηρεί ατελιέ στο Παρίσι με τουλάχιστον είκοσι εργαζόμενους και να παρουσιάζει δύο επιδείξεις τον χρόνο στην γαλλική πρωτεύουσα, με 35 δημιουργίες.
Αν αναλογιστεί κάνεις ότι δεν έχουν όλοι οι οίκοι μόδας ως βάση τους το Παρίσι και αναγκάζονται να διατηρούν ατελιέ εργοδοτώντας το ανάλογο προσωπικό, είναι προφανές ότι πίσω από την ετικέτα Haute Couture Maison κρύβεται ένα τεράστιο κόστος. Το 1946, ο αριθμός των οίκων υψηλής ραπτικής άγγιζε τους 106, σήμερα πολύ λιγότεροι αυτοαποκαλούνται οίκοι Υψηλής Ραπτικής.
Είκοσι άλλοι φέρουν την ονομασία Couture guest μέλη ή διεθνή μέλη. Πρόκειται για οίκους που είτε προσκαλούνται να παρουσιάσουν τις κολεξιόν τους κατά τη διάρκεια της Εβδομάδας Μόδας Υψηλής Ραπτικής στο Παρίσι είτε παρουσιάζουν Couture συλλογές σε άλλες πόλεις. Και σε αυτή την περίπτωση όμως, το κόστος και πάλι παραμένει υψηλό.
Crème de la crème
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, εκείνοι που κερδίζουν ή κατέχουν την ετικέτα Haute Couture δεν είναι απλά εξαιρετικά ταλαντούχοι είναι η κρεμ ντε λα κρεμ των σχεδιαστών. Αυτοί που μπορούν να διαθέσουν τεράστια χρηματικά ποσά τα οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν θα τους αποφέρουν κέρδη μιας και σήμερα οι αγοραστές της υψηλής ραπτικής υπολογίζονται γύρω στους δυο χιλιάδες. Ωστόσο για τους «μεγάλους παίκτες» της Υψηλής Ραπτικής όπως οι Christian Dior και Chanel θα ήταν αδιανόητο να υπάρχουν στο χώρο της μόδας χωρίς να δημιουργούν τα δικά τους έργα τέχνης. Μπορεί αυτό να μην αποδίδει τεράστια κέρδη ωστόσο στον χώρο της μόδας η Υψηλή Ραπτική είναι η επιτομή της δημιουργίας.
Το κόστος
Οι αγοραστές της υψηλής ραπτικής είναι λίγοι όχι επειδή ξαφνικά έγιναν όλοι φαν του prêt-à-porter, άλλα γιατί ένα φόρεμα υψηλής ραπτικής κοστίζει όσο ένα κόσμημα. Φτιαγμένα από πολυτελή υφάσματα, κεντημένα στο χέρι με δαντέλες, Swarovski ή με άλλους ημιπολύτιμους λίθους, η τιμή ενός haute couture φορέματος ξεκινά από τις €10.000. Μια τιμή που ίσως δικαιολογείται από τις ώρες και τον αριθμό των ατόμων που χρειάζονται για να δημιουργηθεί ένα παραμυθένιο φόρεμα.
Δεν χρειάζεται μόνο ένας σχεδιαστής, με άπλετη φαντασία και δεξιότητα άλλα άλλοι είκοσι περίπου ταλαντούχοι άνθρωποι, οι επονομαζόμενές “Les petites mains”. Η δουλειά που κάνουν οι μοδίστρες είναι εξίσου σημαντική όσο και του επικεφαλής σχεδιαστή. Απαιτούνται περίπου 700 ώρες δουλείας από τα “Les petites mains” για να κατασκευαστεί ένα φόρεμα υψηλής ραπτικής. Το 2006 μάλιστα ο Karl Lagerfeld απέδωσε φόρο τιμής στα “Les petites mains”, έχοντας τις μοδίστρες του επάνω στην πασαρέλα μαζί με τις ραπτομηχανές τους ενόσω τα μοντέλα έκαναν πασαρέλα.
Οι Haute Couture οίκοι
Adeline André
Alexandre Vauthier
Alexis Mabille
Atelier Gustavolins
Bouchra Jarrar
Chanel
Christian Dior
Frank Sorbier
Givenchy
Jean Paul Gaultier
Maurizio Galante
Stéphane Rolland
Yiqing Yin
Διεθνείς Couture συνεργάτες
Armani
Elie Saab
Valentino
Giambattista Valli