Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Cristóbal Balenciaga: Η σειρά για τον ιδιοφυή σχεδιαστή έκανε πρεμιέρα

Οι άγνωστες πτυχές της προσωπικότητας του σπουδαίου couturier του 20ου αιώνα.

O Christian Dior τον είχε αποκαλέσει “ο δάσκαλός μας”. Η Gabrielle Chanel είχε πει ότι “είναι couturier με την πραγματική έννοια της λέξης, οι άλλοι είναι απλά σχεδιαστές μόδας”, η Elsa Schiaparelli ότι “είναι ο μόνος που τολμά να κάνει αυτό που του αρέσει”, ενώ ο φωτογράφος και καλλιτέχνης Cecil Beaton τον είχε χαρακτηρίσει “Picasso της μόδας”. Στο ατελιέ του δίδαξε άλλους σπουδαίους σχεδιαστές, όπως τους Emanuel Ungaro, André Courrèges και τον προτεζέ του, Hubert de Givenchy, ενώ η τεχνική και τα σχέδιά του επηρέασαν πολλούς ακόμα. Ουσιαστικά, διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό τη μόδα του 20ου αιώνα. Ωστόσο, όσο επιδραστική και πρωτοπόρα υπήρξε η υψηλή ραπτική του Cristóbal Balenciaga, αλλά τόσο αινιγματική παρέμεινε η προσωπικότητά του – και “άγνωστη” η προσωπική του ζωή.

Ο couturier που έντυσε την αριστοκρατία της Ισπανίας, τις socialite του Παρισιού και τις σταρ του Hollywood, γεννήθηκε το 1895 στη Χώρα των Βάσκων, στο “άσημο” ψαροχώρι της Getaria. Ο πατέρας του, José, ήταν ψαράς και η μητέρα του, Martina, μοδίστρα, και ήταν δίπλα της που έμαθε να ράβει. Η οικογένεια του Balenciaga ήταν φτωχή, αλλά όχι άπορη. Αντιθέτως, οι γονείς του είχαν αποκτήσει καλές διασυνδέσεις μέσα από τη σκληρή δουλειά που έκαναν για να συντηρήσουν την οικογένειά τους, που εκτός από τον Cristóbal, είχε δυο μεγαλύτερα παιδιά, την Agustina και τον Juan. Ο πατέρας του είχε διατελέσει δήμαρχος της μικρής πόλης όπου ζούσε η οικογένεια και μετά τη θητεία του, έγινε κυβερνήτης ενός μικρού κρατικού σκάφους, με το οποίο, στη διάρκεια του καλοκαιριού, μετέφερε συχνά μέλη της ισπανικής βασιλικής οικογένειας, όπως τη βασίλισσα Maria Christina και τα παιδιά της, αλλά και της Κυβέρνησης, από το γειτονικό Σαν Σεμπαστιάν, το οποίο είχε μεταμορφωθεί σε θέρετρο διακοπών για την ισπανική αριστοκρατία. Ανάλογες ήταν και οι γνωριμίες της μητέρας του που είχε τη φήμη της επιδέξιας μοδίστρας και είχε αναλάβει να ράβει ρούχα για αριστοκράτισσες της περιοχής, ανάμεσά τους και την περίφημη Blanca Carrillo de Albornoz y Elio, Μαρκησία του Casa Torres, η οποία είχε εγκατασταθεί στη Getaria πριν ακόμα γεννηθεί ο Cristóbal. Μάλιστα, η βίλα Vista Ona, στην οποία κατοικούσε, φιλοξενεί σήμερα το Μουσείο Balenciaga.

Η εκλεπτυσμένη και σπάνια σε ποικιλία, couture σχέδια και πολυτελή υφάσματα γκαρνταρόμπα της Marchioness of Casa Torres έγινε μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης (και πεδίο πρακτικής άσκησης) για τον Balenciaga, ο οποίος ακόμα τότε ήταν παιδί. Ο πατέρας του είχε μόλις πεθάνει και η μητέρα του είχε πολλαπλασιάσει την εργασία της για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της οικογένειας, με τον μικρό της γιο να είναι ο βοηθός της σε όλες τις μεταποιήσεις, τροποποιήσεις και το ράψιμο που είχε αναλάβει για τις πελάτισσές της, και σχεδόν αποκλειστικά για τη Μαρκησία. Το ταλέντο του νεαρού Cristóbal έγινε σύντομα αντιληπτό από τη Marchioness of Casa Torres, η οποία ήταν εκείνη που τον στήριξε στη μαθητεία του ως couturier. Η συναναστροφή, δε, του μικρού μόδιστρου με την καλλιεργημένη και κοσμοπολίτισσα Μαρκησία και τα ερεθίσματα που του παρείχε το περιβάλλον της, καλλιέργησαν πολύ νωρίς στον Cristóbal την αγάπη του για τις τέχνες, τα ταξίδια και φυσικά τη μόδα και διαμόρφωσαν το γούστο του – κόντρα, βεβαίως, σ’ αυτό που έμοιαζε να είναι η προοπτική ενός ράφτη σ’ ένα μικρό ψαροχώρι.

Από το Σαν Σεμπαστιάν στην κορυφή της μόδας
Σε ηλικία μόλις 12 ετών, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, και με τη υποστήριξη της Μαρκησία σε πόρους και διασυνδέσεις, ο Cristóbal Balenciaga θα φύγει για το Σαν Σεμπαστιάν για να διδαχτεί την τέχνη της ραπτικής. Όπως ήδη αναφέραμε, η πόλη είχε εξελιχθεί σε τουριστικό θέρετρο της ισπανικής, και όχι μόνο, αριστοκρατίας και η επαφή του με τον κόσμο της υψηλής κοινωνίας θα συνεχιζόταν απρόσκοπτη. Έπιασε δουλειά ως εκπαιδευόμενος σ’ ένα από τα φημισμένα καταστήματα ένδυσης της περιοχής, το Casa Gómez. Σε ηλικία 16 ετών θα πιάσει δουλειά στο παράρτημα του παριζιάνικου Les Grands Magasins du Louvre και οι μαρτυρίες συνεργατών του από τη θητεία του στο κατάστημα περιγράφουν τον έφηβο ως “εξαιρετικό επαγγελματία”. Σύντομα, θα αναλάβει επικεφαλής του ραφείου του καταστήματος, ενώ την ίδια περίοδο θα ξεκινήσει και τα ταξίδια στο Παρίσι όπου θα έρθει σε επαφή με την Υψηλή Ραπτική και τους μεγάλους οίκους μόδας. Είναι ακριβώς αυτή η στιγμή που θα σιγουρέψει μέσα του αυτό που θέλει να γίνει: couturier. Παραιτείται από τη δουλειά του και για ένα διάστημα θα μετακομίσει στη Γαλλία για να μάθει το πώς λειτουργεί ο χώρος της μόδας, αλλά και για να διδαχτεί τη γαλλική γλώσσα. Λίγο μετά, το 1917, θα επιστρέψει στο Σαν Σεμπαστιάν όπου ιδρύει το δικό του ατελιέ, το C. Balenciaga, διατηρώντας τις επαφές του με τη πρωτεύουσα της μόδας και τους εκπροσώπους της. Στο Σαν Σεμπαστιάν γνώρισε για πρώτη φορά από κοντά και την Coco Chanel, η οποία είχε ταξιδέψει εκεί για να παρουσιάσει την collection της, ενώ και ο ίδιος θα ταξιδεύει συχνά στο Παρίσι για να παρακολουθήσει τα κορυφαία shows κάθε σεζόν, όπως αυτά της Chanel ή της Vionnet.

Δημιουργίας του Cristobal Balenciaga με ισπανικές επιρροές
Η επιτυχία της boutique Balenciaga στο Σαν Σεμπαστιάν του έδωσε τη δυνατότητα να ανοίξει και δεύτερη στην ίδια πόλη, μεταβάλλοντας την επωνυμία σε Eisa Costura προς τιμήν της μητέρας του (το πατρώνυμο της οποίας ήταν Eizaguirre), αλλά και να επεκταθεί αργότερα σε άλλες πόλεις της Ισπανίας, όπως τη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη. Το ξέσπασμα, ωστόσο, του Ισπανικού Εμφυλίου (1936) τον ανάγκασε να κλείσει (προσωρινά) τις επιχειρήσεις του στη χώρα και να φύγει για το Παρίσι – έχοντας ωστόσο ήδη εδραιώσει τη φήμη του ως σπουδαίου couturier.

Ο Balenciaga στο Παρίσι
Το 1937, o Cristóbal Balenciaga με συνεργάτες έναν συντοπίτη του μηχανικό, εκτοπισμένο στο Παρίσι, τον Nicolás Bizcarrondo και τον Γαλλο- Πολωνό αριστοκράτη και milliner, Wladzio Jaworowski d’Attainville (σύντροφό του και στη ζωή), ιδρύει στον αριθμό 10 της Avenue George V στο Παρίσι τον οίκο υψηλής ραπτικής “Balenciaga”. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα θα παρουσιάσει την πρώτη του haute couture συλλογή στο Παρίσι. Η επιτυχία είναι δεδομένη ή, όπως το συνοψίζει άρθρο της Vogue από το 1962, “Σχεδόν από την πρώτη στιγμή που εγκαινίασε το ατελιέ του, το 1937, ο Balenciaga αναγνωρίστηκε ως ο μεγάλος ηγέτης της μόδας. Αυτό που κάνει ο Balenciaga σήμερα, άλλοι σχεδιαστές θα το κάνουν αύριο ή την επόμενη χρονιά, μέχρι τότε εκείνος θα έχει προχωρήσει ακόμα πιο μπροστά”.


Ο τρόπος με τον οποίο ο Balenciaga αναδιαμόρφωνε τις σιλουέτες στα γυναικεία φορέματα, τα πρωτοποριακά του σχέδια που συχνά θύμιζαν γλυπτά, η βιρτιοζιτέ του στο pattern-cutting και η άριστη δεξιοτεχνία στο ράψιμο, έχτισαν ένα μύθο που δύσκολα θα μπορούσε να γκρεμιστεί, ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά. Ο Balenciaga κουβαλούσε τον χαρακτηρισμό του τελειομανούς και του couturier που δεν συμβιβαζόταν στο ελάχιστο αναφορικά με τις δημιουργίες του. Ακόμα και στη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν υπήρχαν περιορισμοί στη χρήση των υφασμάτων, εκείνος είχε βρει τρόπους να προμηθεύεται (παράνομα) υλικά και υφάσματα από την Ισπανία (όπου δεν ίσχυαν τα δελτία) τα οποία χρειαζόταν ώστε να μην κάνει καμία έκπτωση στο τελικό αποτέλεσμα.

Η ιστορία αναφέρει ότι όταν οι Ναζί, που είχαν καταλάβει το Παρίσι, έβαλαν στο στόχαστρο τα “εξωφρενικά” καπέλα του – ο Balenciaga λάτρευε τα καπέλα και τα θεωρούσε βασικά στην ολοκλήρωση των looks του, αναγκάστηκε να κλείσει για κάποιους μήνες τα εργαστήρια του. Αν και δήλωνε πάντα “απολιτικός”, αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί μία σπάνια πράξη “αντίστασης” στο καθεστώς των Ναζί (αυτή, και η παράνομη εισαγωγή υφασμάτων από την Ισπανία). Για τις συζύγους των Ναζί, ωστόσο, είχε διπλασιάσει τον όγκο της δουλειάς του προκειμένου να καταφέρει να κρατήσει την επιχείρησή του στο Παρίσι όταν οι Γερμανοί προσπάθησαν να διαλύσουν το Chambre Syndicale de la Couture Parisienne και να μεταφέρουν τα παριζιάνικα ατελιέ στο Βερολίνο. Ο Cristóbal Balenciaga φρόντισε στο διάστημα της κατοχής να μην παίρνει θέση, να μην εκτίθεται και να κάνει απλά τη δουλειά του.

Ένα άλλο στοιχείο της τελειομανίας που τον χαρακτήριζε ήταν και το γεγονός ότι ο Balenciaga μισούσε τις “φτηνές” αναπαραγωγές των σχεδίων του. Άλλοι σύγχρονοί του, όπως η Chanel ή ο Dior, είχαν συνάψει συμφωνίες αδειοδότησης για αναπαραγωγή των σχεδίων τους στο εξωτερικό και είχαν περάσει στη μαζική παραγωγή (RTW) προκειμένου να συντηρήσουν τις επιχειρήσεις τους, εκείνος, όμως, αντιστεκόταν. Δεν τον ενδιέφεραν τα χρήματα, αντιθέτως απεχθανόταν τον τρόπο με τον οποίο κάποια πολυκαταστήματα παραβίαζαν τις συμφωνίες, έκαναν περικοπές και χρησιμοποιούσαν φθηνότερα υφάσματα πιστεύοντας ότι το Παρίσι ήταν πολύ μακριά και κανείς δεν θα το πρόσεχε. Οι κακές αναπαραγωγές του προκαλούσαν οδύνη και δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να πλησιάζει κάποια γυναίκα που φορούσε κάτι που ένιωθε ότι αδικεί το όνομα Balenciaga, για να διαμαρτυρηθεί.

Σε μία από τις σκηνές της σειράς “Cristóbal Balenciaga” της Disney+, αναβιώνει η συνάντησή του με τη Βρετανίδα συντάκτρια μόδας Prudence Glynn στην οποία παραχώρησε τη μία και μοναδική συνέντευξη που έδωσε ποτέ σε μέσο. Όμως, τα μανίκια στο φόρεμα της δημοσιογράφου του προκαλούν σύγχυση, τα σκίζει και αρχίζει να τα ξαναράβει. Όπως θα δηλώσει στην The Telegraph, η σεναριογράφος της σειράς, Lourdes Iglesias, “Δεν νομίζω ότι ήταν ο εγωισμός του που τον έκανε τελειομανή, νομίζω ότι τον πονούσε πραγματικά το να βλέπει πράγματα που ήταν άσχημα ή λάθος”.


Η προστατευτικότητα απέναντι στη δουλειά του ήταν τόσο παροιμιώδης που ο οίκος Balenciaga στη 10 Avenue George V θεωρείτο ένας από τους πιο πριβέ (και ακριβούς) στο Παρίσι. Τις βιτρίνες της boutique του διακοσμούσαν αφηρημένα γλυπτά με τις δημιουργίες του να κρατούνται καλά κρυμμένες πίσω από κλειστές πόρτες. Οι αφοσιωμένοι πελάτες του, λίγοι κάθε φορά στον αριθμό, παρακολουθούσαν τις κολεξιόν του στο Grand Salon στον τρίτο όροφο του ατελιέ, ενώ το 1956 είχε δημιουργήσει ένα μικρό σκάνδαλο όταν απαγόρευσε την πρόσβαση των δημοσιογράφων στην επίδειξή του, γιατί ήθελε να προφυλάξει τα σχέδιά του από αντιγραφές. Τα σχέδια δόθηκαν στη δημοσιότητα μετά από ένα μήνα.

Φρόντιζε, επίσης, ο ίδιος να μένει μακριά από τη δημοσιότητα, σε σημείο που κάποτε Γάλλοι δημοσιογράφοι αναρωτήθηκαν αν ο Cristóbal Balenciaga όντως υπάρχει! Ακόμα και κάποιες από τις πιο αφοσιωμένες πελάτισσές του, όπως η Marlene Dietrich, η Pauline de Rothschild και η Barbara Hutton, δεν τον συνάντησαν ποτέ από κοντά. Ακόμα πιο ελάχιστα ήταν γνωστά για την προσωπική του ζωή: ο Balenciaga ως ομοφυλόφιλος σε μία εποχή που αυτός ο σεξουαλικός προσδιορισμός ήταν έως και επικίνδυνος φρόντισε να είναι πολύ προσεχτικός και προστατευτικός με τη σχέση του. Ο μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν ο Wladzio Jawrorowski d’Attainville, ήταν αχώριστοι και ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη, μαζί και με τη μητέρα του σχεδιαστή. Ο θάνατος του d’Attainville το 1948 συγκλόνισε τον Balenciaga σε βαθμό που σκέφτηκε να κλείσει την επιχείρησή του. Ήταν, ωστόσο, χάρη στην παρέμβαση του μεγάλου “αντιπάλου” του, αλλά και φίλου, Christian Dior, που δεν εγκατέλειψε την υψηλή ραπτική. Η πρώτη συλλογή μετά τον θάνατο του συντρόφου του ήταν αφιερωμένη στο μαύρο, χρώμα πένθους, και τα μαύρα φορέματα δεν έλειψαν ποτέ από τις συλλογές του ως ένα σύμβολο αφοσίωσης, όπως θα πουν πολλοί μελετητές, στον εκλιπόντα σύντροφό του.

O Balenciaga έκλεισε το ατελιέ του στο Παρίσι το 1968, μετά από 30 χρόνια λειτουργίας. Ακόμα και αυτή τη τόσο σημαντική απόφαση δεν την ανακοίνωσε παρά τελευταία στιγμή στο προσωπικό του. Ακολούθησε το κλείσιμο των μπουτίκ του στην Ισπανία, και ο ίδιος αποσύρθηκε στο σπίτι του στην Altea στην επαρχία του Alicante, όπου περνούσε τον χρόνο του ζωγραφίζοντας και γευματίζοντας με κάποιους από τους στενούς συνεργάτες τους. Η μοναδική εξαίρεσή που έκανε στα χρόνια της συνταξιοδότησής του ήταν για την Carmen Martínez-Bordiú, εγγονή του δικτάτορα Francisco Franco, η γυναίκα και η κόρη του οποίου ήταν πελάτισσές του: ανέλαβε να σχεδιάσει το νυφικό της για τον γάμο της τον Μάρτιο 1972 και αυτή ήταν η τελευταία του δημιουργία. Λίγες ημέρες αργότερα, θα φύγει από τη ζωή σε ηλικία 77 ετών.

Ο άνθρωπος πίσω από τον μύθο
Ο Cristóbal Balenciaga είναι ένας μύθος της υψηλής ραπτικής. Σχεδόν αξεπέραστος. Η αινιγματική του προσωπικότητα, αυτή που φρόντισε να καλλιεργήσει ο ίδιος τόσο για λόγους αφοσίωσης και προστασίας της δουλειάς του όσο και για λόγους διαφύλαξης της προσωπικής του ζωής σε καιρούς δύσκολους, συνέβαλαν στο να χτιστεί αυτός ο ακλόνητος μύθος. Πίσω από το αυστηρό προσωπείο, αυτό τουλάχιστον στο οποίο είχε πρόσβαση το ευρύτερο κοινό, βρισκόταν ένας άνθρωπος με χιούμορ και ευγένεια, καλόκαρδος και γενναιόδωρος, θα περιγράψουν άνθρωποι που συνεργάστηκαν στενά μαζί του, όπως η Florette Chelot, η κορυφαία πωλήτρια της boutique του, και το μοντέλο Danielle Slavik , που συμμετείχε στις επιδείξεις του.

Αυτό στο οποίο, ωστόσο, συμφωνούν πολλοί είναι η εκπληκτική ευελιξία που είχε ο Balenciaga στο να προσαρμόζεται σε δύσκολες συνθήκες και να προσπερνά τις κρίσεις. Από τον Ισπανικό Εμφύλιο και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι στα σύγχρονα σκάνδαλα που έχουν κλονίσει τον οίκο, ο οποίος άνοιξε ξανά το 1986, το όνομα Balenciaga μοιάζει να ξέρει πώς να επιβιώνει με επιτυχία. Όπως θα σχολιάσει η Miren Arzalluz, συγγραφέας του βιβλίου Cristóbal Balenciaga. The making of a Master και επιμελήτρια του Cristóbal Balenciaga Foundation, “Η επιτυχία του Balenciaga δεν σταμάτησε ποτέ. Ο Balenciaga πέτυχε γιατί, σε σχέση με το επάγγελμά του, από ένα σημείο και μετά δεν είχε τίποτα άλλο να διδαχτεί αλλά τα πάντα να διδάξει”.

Παρεμπιπτόντως, ένα από τους σπουδαιότερους couturier όλων των εποχών δεν έγινε ποτέ μέλος του Chambre syndicale de la haute couture parisienne, λόγω των διαφωνιών του με τους κανόνες και τα guidelines, και επίσημα ο οίκος Balenciaga δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως haute couture.

H σειρά Cristóbal Balenciaga έκανε πρεμιέρα στο Disney + στις 19 Ιανουαρίου

Πηγή: harpeersbazaar.gr

Διάβασε ακόμη