Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, 2024

Oι συνέπειες του lockdown στα παιδιά

Mια ολόκληρη γενιά εδώ και μήνες ζει κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους μπροστά από μια οθόνη. Ποιες θα είναι οι συνέπειες;

Από τον περασμένο Μάρτιο η ζωή μας έχει αλλάξει εντελώς. Αυτό δεν επηρέασε μόνο την καθημερινότητα μας αλλά και την ψυχολογία μας. Ιδιαίτερα αυτή των παιδιών που βρέθηκαν ξαφνικά κλεισμένα σε ένα σπίτι, μπροστά σε μια οθόνη, χωρίς καν να έχουν μια κάποια φυσιολογική ρουτίνα.


“Η παρούσα κατάσταση είναι πολύ δύσκολη για όλους” εξηγεί η Μαρίαα Αλεξανδρή, κλινική ψυχολόγoς, PhD. “Αυτό που βιώνουμε είναι ένας συλλογικός θρήνος και θα πρέπει να περάσουμε όλα τα στάδιά του ξεκινώντας από την άρνηση και τη διαπραγμάτευση και περνώντας από το θυμό και τη θλίψη για να φτάσουμε στην αποδοχή. Είναι μια κατάσταση που παρόμοιά της η δική μας γενιά δεν έχει ξαναβιώσει. Και μας στοιχίζει σε πολλά επίπεδα: Πρώτον, είναι ένα χτύπημα κάτω από τη ζώνη σε ό,τι αφορά το φόβο της θνητότητας. Δεύτερον, είναι ένα χτύπημα στον εγωισμό μας. Τρίτον, είναι ένα χτύπημα στο σύστημά μας – αφορά όχι μόνο εμάς, αλλά και τα παιδιά ή τους γονείς μας. Και τέλος, είναι ένα χτύπημα στη ρουτίνα μας, που άλλαξε μέσα σε ένα βράδυ με κύριο χαρακτηριστικό την ιδρυματοποίηση”. Αντιμέτωποι με τα απανωτά χτυπήματα, οι γονείς προσπαθούν να συνδυάσουν τηλεργασία και τηλεκπαίδευση, σε πολλές περιπτώσεις μέσα σε ένα διαμέρισμα 80 τετραγωνικών, και να κάνουν Ζoommeeting ταΐζοντας παράλληλα φρουτόκρεμα το μωρό ή βοηθώντας το μεγαλύτερο παιδί να μάθει την προπαίδεια.

Κι αυτοί είναι οι κάπως πιο τυχεροί, αν σκεφτεί κανείς πόσοι έχουν μείνει άνεργοι ή βρίσκονται σε αναστολή αντιμετωπίζοντας με μεγάλη δυσπιστία το επαγγελματικό τους μέλλον. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή για την οικογένεια είναι ότι βρέθηκε μόνη της, σύμφωνα με τη Μαρία Αλεξανδρή. “Χωρίς να μπορούν να βασιστούν στις γιαγιάδες και στους παππούδες, που αναλάμβαναν το παιδί τη μισή μέρα, και χωρίς τις εξωσχολικές δραστηριότητες, που το απασχολούσαν την άλλη μισή, οι γονείς βρέθηκαν με μια 24ωρη γονεϊκότητα, για την οποία δεν έχουν προετοιμαστεί, δεν την έχουν σχεδιάσει ή επιδιώξει και δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν. Για κάποιους αυτή η συνθήκη είναι “ευλογία” – μια ευκαιρία να ξαναβρεθούν με τα παιδιά τους, να ξαναγνωριστούν ή, για όσους έχουν μεγαλύτερα παιδιά, η δυνατότητα να χτίσουν κάποιες τελευταίες κοινές εμπειρίες. Όμως αυτοί είναι λίγοι… Οι περισσότεροι πνίγονται μέσα στα σπίτια τους, στην πολλαπλότητα των ρόλων τους, στο άγχος, στις ενοχές και την αβεβαιότητα. Οι οικογένειες αναμετριούνται με τον εαυτό τους και βρίσκονται ανεπαρκείς. Όχι όμως εξαιτίας της Covid-19, ο ιός ήταν απλά η αφορμή. Γιατί αυτό που ζούμε είναι ακριβώς αυτό που διαπιστώνουν οι ειδικοί τα τελευταία 20-25 χρόνια: Τα παιδιά είναι αποξενωμένα, μεγαλώνουν πολύ γρήγορα, είναι κολλημένα σε μια οθόνη… Απλά τώρα το ζούμε στο πολλαπλάσιο”.

Γονείς σε κρίση = παιδιά σε κρίση

Όταν όμως οι ενήλικες νιώθουν αβοήθητοι, τα παιδιά επηρεάζονται περισσότερο – ιδιαίτερα εάν μιλάμε για προσχολικές ηλικίες που  βιώνουν τη ζωή μέσα από το φίλτρο των γονιών. “Σε μια οικογένεια που διατηρεί τη ρουτίνα της, ελέγχει τα επίπεδα άγχους και, παρά τις αλλαγές, διατηρεί μια σχετική νηφαλιότητα, τα μικρότερα παιδιά –έως 4 ετών– έχουν τις λιγότερες δυνατές επιπτώσεις στο ψυχικό πεδίο. Τα πιο μεγάλα, από την άλλη, έχουν να διαχειριστούν παράλληλα το τίμημα της απώλειας της δικής τους ζωής: στερούνται το σχολείο, τους φίλους, το παιχνίδι, τις δραστηριότητες. Όσο πιο μεγάλα είναι, τόσο μεγαλύτερο και το μερίδιό τους στο συναίσθημα της απώλειας” λέει η ψυχολόγος. Ανεξάρτητα από την ηλικία τους, τα παιδιά που υποφέρουν περισσότερο από αυτή την κατάσταση είναι εκείνα που ήδη είχαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα. Παιδιά με χρόνιες ασθένειες ή όσα ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, αλλά και όσα έχουν αναπτυξιακές ιδιαιτερότητες. “Στις περιπτώσεις αυτές η αλλαγή της ρουτίνας έφερε μεγαλύτερα προβλήματα από τον ιό αυτόν καθαυτόν. Ένα παιδί στο φάσμα του αυτισμού ζει μέσα από τη ρουτίνα του και το γεγονός ότι δεν μπορεί να πάει στο σχολείο ή να κάνει τη θεραπευτική ιππασία που ενδεχομένως έκανε και είναι αναγκασμένο να μένει στο σπίτι είναι μια τραυματική εμπειρία. Ακόμα και τα παιδιά με ΔΕΠΥ δυσκολεύονται πολύ γιατί καλούνται να είναι πολλές ώρες μπροστά σε έναν υπολογιστή κάνοντας ένα μάθημα που δεν είναι καθόλου προσαρμοσμένο στις δικές του ανάγκες. Αυτά τα παιδιά είναι σίγουρα ακόμα πιο ζορισμένα”. Σ’ αυτά προσθέστε άλλες “ειδικές” (αλλά τελικά όχι τόσο) κατηγορίες παιδιών, όπως όσα μεγαλώνουν σε μονογονεϊκές οικογένειες, όπου ο γονιός νιώθει ακόμα μεγαλύτερο το άγχος του ποιος θα προσέξει το παιδί εάν ο ίδιος πάθει κάτι. Αλλά και αυτά που ζουν ανάμεσα σε δύο σπίτια γιατί οι γονείς έχουν χωρίσει και πλέον μπορεί να στερούνται τον έναν από τους δύο επειδή οι μετακινήσεις δεν είναι εύκολες. Και όσα μεγαλώνουν σε ευάλωτα περιβάλλοντα, με γονείς που νοσούν ή ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες και έχουν λόγους να είναι ακόμα πιο φοβισμένοι.

Η ζωή που δεν έζησαν

Σκέφτομαι πως η παρούσα κατάσταση έχει στερήσει από τα παιδιά ό,τι μέχρι σήμερα θεωρούσαμε “φυσιολογικό” και “απαραίτητο” για την ανάπτυξή τους. Τι είναι όμως ακριβώς αυτό που στερούνται; “Τα αναπτυξιακά ερεθίσματα, η βιωμένη εμπειρία” απαντάει η ειδικός. “Οι μόνες εμπειρίες που έχουν αυτή τη στιγμή είναι “κονσέρβα”, βιωμένες μέσα από μια οθόνη, όμως αυτές δεν είναι ικανές να τους δώσουν ό,τι έχουν ανάγκη για να αναπτυχθούν. Τα παιδιά χρειάζονται φυσική αλληλεπίδραση κι αυτό το διάστημα μέσα στα περισσότερα από τα σπίτια όπου βρίσκονται σε καραντίνα μαζί με τους γονείς τους οι οικογένειες δεν αλληλεπιδρούν ούτε μεταξύ τους, γιατί όλοι, μικροί μεγάλοι, είναι μπροστά σε μια οθόνη”. Ο πιο προφανής τομέας που “υποφέρει” από αυτή την κατάσταση είναι η αδρή κινητικότητα. Τα παιδιά χρειάζονται την κίνηση κι αυτή την περίοδο το σώμα τους “σκουριάζει”.
Υπάρχουν όμως και τομείς που ίσως δε φανταζόμαστε ότι επηρεάζονται, όπως το χτίσιμο της συναισθηματικής νοημοσύνης. “Υπάρχουν πέντε διαφορετικές δεξιότητες που συνθέτουν τη συναισθηματική νοημοσύνη και όλες για να αναπτυχθούν χρειάζονται την εμπειρία” εξηγεί η ψυχολόγος. “Είναι η αυτογνωσία (“Ξέρω τον εαυτό μου”), η αυτορρύθμιση (“Διαχειρίζομαι τα συναισθήματά μου”), η αυτοπαρακίνηση (“Κάνω αυτό που πρέπει να κάνω γιατί είναι σημαντικό και μου δίνει χαρά”), η ενσυναίσθηση (“Μπαίνω στα παπούτσια του άλλου”) και η ικανότητα να χτίζω σχέσεις και να τις διατηρώ. Για να αναπτυχθεί η καθεμία από αυτές, απαιτείται βίωμα, απαιτείται… ζωή. Και μάλιστα βίωμα με επανάληψη που, όταν συνοδεύεται από ένα οικογενειακό πλαίσιο με ρουτίνα, σταθερότητα, ασφάλεια και ερεθίσματα, κάνει ένα παιδί να “ανθίζει”. Αυτή τη στιγμή, το συναίσθημα που κυριαρχεί στα παιδιά είναι η ανία. Πώς να αναπτύξουν την αυτοπαρακίνηση όταν απλά βαριούνται; Και πώς να χτίσουν ενσυναίσθηση όταν δεν αλληλεπιδρούν με άλλους ανθρώπους έξω από το κλειστό σύστημα της οικογένειας;”.

Μετά την καραντίνα

Κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, ο άνθρωπος θα νικήσει τον κορονοϊό, θα επιτευχθεί η περιβόητη “ανοσία της αγέλης”, θα μιλάμε για “εκείνα τα Χριστούγεννα” που δεν μπορούσαμε να αγκαλιαστούμε και δεν πήγαμε πουθενά γιατί όλα ήταν κλειστά. Τα παιδιά άλλωστε ξεχνάνε εύκολα, σωστά; “Μέσα σε ένα με δύο μήνες πιθανότατα θα έχουμε όλοι ξεχάσει όσα ζούμε αυτό το διάστημα – εξάλλου ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να ξαναβρεί αυτό που του λείπει. Όμως αυτό δε σημαίνει πως ό,τι έχουμε ζήσει δε θα έχει καταγραφεί μέσα μας” σημειώνει η Μαρία Αλεξανδρή. Εξάλλου, κανείς δεν περιμένει ότι θα επιστρέψουμε σ’ αυτό ακριβώς που ξέραμε πριν από την πανδημία. Τίποτα δε θα είναι πάλι όπως πριν. Πολλά από όσα θεωρούσαμε δεδομένα θα έχουν αλλάξει, οι οικονομικές συνέπειες θα είναι ανυπολόγιστες, κάποιες “ειδικές” συνθήκες, όπως η τηλεργασία, θα παραμείνουν. Πόσο διαφορετικά θα είναι τότε τα παιδιά μας; “Εκτιμώ ότι τον ερχόμενο Σεπτέμβρη θα έχουμε ήδη δύο γενιές παιδιών με τεράστια κενά στη μάθηση, όχι με την έννοια ότι δε θα κατέχουν την ύλη, αλλά ότι δε θα μπορούν να ανταποκριθούν στο ρόλο του μαθητή όπως τον ξέρουμε” απαντά η ψυχολόγος. “Μετά την εμπειρία της καραντίνας τα παιδιά θα είναι σχεδόν αδύνατο να μείνουν καθισμένα σε ένα θρανίο για 45 λεπτά. Ήδη οι δάσκαλοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης το είδαν να συμβαίνει μετά το lockdown της περασμένης άνοιξης. Παράλληλα, επειδή τώρα περνούν πολλές ώρες μπροστά σε οθόνες, θα υπάρξει αλλαγή στο λεγόμενο attention span, το χρόνο που μπορούν να είναι προσηλωμένα σε κάτι. Ο εγκέφαλός τους ήταν ήδη πολύ εξοικειωμένος με τη γρήγορη εναλλαγή πληροφοριών που προσφέρει η τεχνολογία και τώρα με την καραντίνα αυτό πολλαπλασιάστηκε. Έτσι, η ικανότητα ενός μαθητή να παραμένει συγκεντρωμένος και να μελετά σε βάθος πιθανότατα θα αλλάξει για πάντα. Τέλος, περιμένουμε ότι θα υπάρχουν προβλήματα σε σχέση με τη διαχείριση των συναισθημάτων και αύξηση του άγχους, γιατί δε θα έχουν αναπτύξει όσο πρέπει την αυτορρύθμιση, την ικανότητα να ελέγχουν τα συναισθήματά τους ώστε να μην τα κυριεύουν”. Και τι θα πρέπει να γίνει τότε; “Θα χρειαστεί να ενεργοποιηθούν εκπαιδευτικά προγράμματα/θεραπευτικά εργαλεία συναισθηματικής νοημοσύνης και να φτιαχτούν δραστηριότητες ώστε να μάθουν τα παιδιά από την αρχή κοινωνικές δεξιότητες”. Όμως ίσως η σωστή ερώτηση είναι “Τι πρέπει να γίνει από τώρα;” για να μην αφήσουμε να λεπτύνει υπερβολικά η κλωστή που κρατάει τα παιδιά συνδεδεμένα με μια τυπική ανάπτυξη. “Να διατηρούμε ρουτίνες μέσα στο σπίτι, να δίνουμε το σωστό πρότυπο, να βάλουμε τη σωματική άσκηση στη ζωή τους έστω για 20 λεπτά κάθε μέρα, να μιλάμε με ανθρώπους που αγαπάμε, ακόμα και διαδικτυακά, να μην τα αφήνουμε εκτεθειμένα σε πληροφορίες που δεν μπορούν να διαχειριστούν” απαντάει η ειδικός. “Και να προσέχουμε τους εαυτούς μας” συμπληρώνει υπενθυμίζοντας τη “θεωρία της μάσκας οξυγόνου”: “Όπως στο αεροπλάνο, έτσι και στη ζωή φοράμε πρώτα τη δική μας μάσκα οξυγόνου πριν βοηθήσουμε τους άλλους. Εξάλλου, αυτή τη στιγμή ανησυχούμε περισσότερο για τους γονείς παρά για τα παιδιά…”.

Πηγή: Madame Figaro

Φωτογραφία: istock

Διάβασε ακόμη